- έμπασμα
- το1. το να μπαίνει κάποιος, η είσοδος2. ο χώρος αμέσως μετά την είσοδο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμπασμα — το, ατος 1. η είσοδος, το μπάσιμο: Το έμπασμα του φαγητού στην κοιλιά. 2. ο χώρος αμέσως μετά την είσοδο, η μπασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπασμάτων — ἔμπασμα dusting powder neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπάσμασι — ἔμπασμα dusting powder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπάσματα — ἔμπασμα dusting powder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρίδιο — το (Μ θυρίδιον) μικρή θύρα νεοελλ. ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα τού κουθουσιού μσν. 1. η πύλη τού αγίου βήματος 2. είσοδος, έμπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek